Η Καστανιά είναι πανάρχαιο δέντρο όπως αποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα της Εποχής του χαλκού. Ήταν η τροφή των φτωχών κατά το Μεσαίωνα.
Οι καστανιές είναι μεγάλα, αιωνόβια δέντρα, είτε αυτοφυή είτε καλλιεργούνται για τους νόστιμους καρπούς τους και για την καλή σε ποιότητα ξυλεία τους αλλά και ως καλλωπιστικά σε διάφορα πάρκα.
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το δέντρο της καστανιάς μπορεί να φτάσει έως τα 25-30 μέτρα ύψος ενώ ο κορμός του αυξάνει έως 2 μέτρα πλάτος. Όταν είναι μεμονωμένο, έχοντας αρκετό χώρο για να αναπτυχθεί παίρνει τεράστιες διαστάσεις, δημιουργεί χοντρούς βραχίονες και παίρνει σχήμα σφαιρικό. Όταν βρίσκεται σε συστάδες δέντρων, όπου ο χώρος είναι περιορισμένος, αυξάνει σε ύψος και παίρνει πυραμοειδές σχήμα. Η ρίζα είναι πολύ ισχυρή και καταλαμβάνει τεράστιο όγκο εδάφους. Επεκτείνεται τόσο σε βάθος όσο και σε έκταση. Μάλιστα, μπορεί να ξεπεράσει το μήκος της κόμης κατά το ήμισυ της διαμέτρου της.
Οι βλαστοί είναι ευθείς και εύκαμπτοι. Όταν είναι ακόμη τρυφεροί, παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαισθησία στους δυνατούς ανέμους. Έχουν πράσινο χρώμα, ενώ όταν ξυλοποιηθούν αποκτούν καστανοκίτρινο. Τα φύλλα είναι απλά, λογχοειδή με πριονωτές παρυφές και μυτερές κορυφές. Η βάση των φύλλων είναι υποστρόγγυλη και φέρουν κοντό μίσχο. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12-20 εκ., ενώ το πλάτος από 3-6 εκ. Τα φύλλα του φέρονται κατ’εναλλαγή.
Σχετικά με τα άνθη, το δέντρο της καστανιάς είναι μόνοικο δικλινές, έχει δηλαδή και τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη στο ίδιο δέντρο, αλλά σε διαφορετικές θέσεις. Τα άνθη εμφανίζονται σε βλαστούς της τρέχουσας εποχής (ετήσιους).
Ο καρπός της καστανιάς αναπτύσσεται μέσα σε ένα ακανθώδες περίβλημα, τον αχινό (συνήθως περιβάλει τρία κάστανα). Ο αχινός φέρει πολυάριθμα αγκάθια που είναι αιχμηρά, πυκνά και συχνά αλληλοπλεκόμενα, καλύπτοντας έτσι όλη του την επιφάνεια. Αντίθετα, στην εσωτερική πλευρά φέρει ένα λεπτό, πυκνό και μαλακό χνούδι καστανόλευκου χρώματος. Το κάστανο περιβάλλεται από ένα σκληρό κοκκινοκαφετί, με σκούρες γραμμώσεις, δερματώδες περικάρπιο. Το χρώμα του καστάνου διαφέρει από ποικιλία σε ποικιλία.
Συνθήκες ανάπτυξης
Η καστανιά θέλει κλίμα ελαφρά ψυχρό και υγρό με μέση ετήσια θερμοκρασία 8-15°C. Κατά τη ληθαργική περίοδο αντέχει σε θερμοκρασίες -15 έως -17°C. Είναι όμως ευαίσθητη στους ανοιξιάτικους παγετούς, γιατί την περίοδο εκείνη εκπτύσσεται η νέα βλάστηση και σχηματίζονται τα διάφορα ανθικά μέρη. Από άποψη υψόμετρου στις πολύ ψυχρές ηπειρωτικές περιοχές ευδοκιμεί από 300-900 μέτρα, στις παραθαλλάσιες ηπειρωτικές περιοχές από 400-1000 μέτρα και στις νησιωτικές από 500-1300 μέτρα. Είναι απαιτητική σε νερό και χρειάζεται για τις ανάγκες της ετήσια βροχόπτωση ύψους τουλάχιστον 700 mm.
Ευδοκιμεί καλύτερα σε επικλινείς τοποθεσίες, όπου λόγω διαφυγής των ψυχρών ρευμάτων δε σημειώνονται παγετοί και ηλιόλουστες για την αποφυγή ή περιορισμό προσβολών από μυκητολογικές ασθένειες.
Κατάλληλα εδάφη για την καλλιέργεια της καστανιάς θεωρούνται τα αμμώδη ή τα αμμοπηλώδη καθώς επίσης, εδάφη που προέρχονται από αποσάθρωση σχιστολιθικών ή γρανιτικών πετρωμάτων. Πρέπει να είναι βαθιά με καλή στράγγιση, διαφορετικά οι ρίζες της θα υποφέρουν από ασφυξία και θα κινδυνέψουν από φυτόφθορα.
Το κατάλληλο pH του εδάφους για την καλλιέργεια της καστανιάς είναι 5,5 με 6. Μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα σε pH 4,5 έως 6,5. Εάν είναι κάτω από 4,5, τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί ασβέστιο ώστε να ανέβει στα επιθυμητά επίπεδα. Εάν όμως είναι πάνω από 6,5, τότε θα πρέπει να αποκλείσουμε την καλλιέργεια της καστανιάς, διότι θα έχουμε πολλά προβλήματα κατά την ανάπτυξή της.
Κυριότερες ποικιλίες
1. Η Ευρωπαϊκή Καστανιά. Γρήγορα αναπτυσσόμενο δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος. Τα φύλλα του είναι πριονωτά και μεγάλα, τα κάστανα έχουν καφέ ή καστανόγκριζο ρυτιδωμένο φλοιό. Το ξύλο της Ευρωπαϊκής καστανιάς είναι σκληρό και ανθεκτικό, σχίζεται εύκολα και δεν προσβάλλεται από μύκητες και έντομα. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στην παραγωγή δοκαριών, πασσάλων σαν οικοδομική ξυλεία (ανθεκτικές σανίδες) στην παραγωγή χαρτιού και στη βυρσοδεψία.
2. Η Ιαπωνική καστανιά. Είναι δέντρο ή θάμνος με ύψος που φτάνει τα 10 μέτρα. Έχει φύλλα σχήματος καρδιάς και τα κάστανα που παράγει είναι μεγάλα αλλά όχι τόσο νόστιμα.
3. Η Αμερικανική καστανιά. Το ύψος των δέντρων φτάνει τα 35 μέτρα και δίνει καλής ποιότητας ξυλεία ενώ και οι καρποί τους θεωρούνται από τους πιο νόστιμους. Το είδος κινδύνευσε με εξαφάνιση όταν το 1900 ένας μύκητας πρόσβαλλε τα δέντρα και προκάλεσε την ασθένεια «σήψη της καστανιάς». Όσες καστανιές παρέμειναν από την πανωλεθρία αυτή διασταυρώθηκαν με ανθεκτικές ασιατικές ποικιλίες.
4. Η Κινεζική καστανιά. Τα δέντρα φτάνουν τα 18 μέτρα ύψος. Είναι ένα πολύ ανθεκτικό είδος στα έντομα και τις ασθένειες καθώς και στο σάπισμα. Αναπτύσσεται σε μεγάλα υψόμετρα, πάνω από 2000 μέτρα. Τα κάστανα της θεωρούνται πολύ νόστιμα.
Χρήσεις και θρεπτικά στοιχεία
Μεταποιείται περίπου μόνο το 10% της παραγωγής σε γλυκό κουταλιού, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου ποσοστό 30-40% μεταποιείται σε πλήθος προϊόντων, όπως αποφλοιωμένο στεγνό ή κονσερβοποιημένο κάστανο, καστανάλευρο, σκευάσματα αρτοποιίας, ζυμαρικά, ηδύποτα και μπύρα, πουρέ και κρέμα κάστανου, διάφορα γλυκίσματα, με κορυφαίο προϊόν το μαρόν γλασέ.
Το κάστανο αποτελεί καρπό πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία (άμυλο, σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες), μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες Β1, Β2, Β3, Β5, C, ενώ αποτελεί τροφή με αρκετά υψηλή θερμιδική αξία χωρίς χοληστερόλη (189 θερμίδες / 100 γραμ.). Τα νωπά κάστανα περιέχουν 50% νερό, 45%υδατάνθρακες και 5% φυτικό έλαιο. Τρώγονται ψητά ή βραστά, χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική σε διάφορες συνταγές και γίνονται και αλεύρι κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ασίας.
Σημειώνεται πως η βιταμίνη C είναι θερμο-ανθεκτική και επομένως δεν διασπάται κατά το βράσιμο ή ψήσιμο των καρπών. Η γεύση της σάρκας του καρπού είναι υπόγλυκη, ζαχαρώδης και στους άγριους καρπούς ελαφρά πικρή, ιδιαίτερα όταν τρώγεται με το περισπέρμιο (χνουδωτή επιδερμίδα).Η περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες είναι επίσης υψηλή και, σε αντίθεση με άλλους ξηρούς καρπούς, το κάστανο περιέχει λίπη σε πολύ χαμηλό επίπεδο (μόνον 2-5%).Στα βρασμένα κάστανα παρατηρείται αύξηση στην περιεκτικότητά τους σε νερό, αλλά μειώνεται η πρωτεΐνη, ενώ αυξάνεται η περιεκτικότητα σε λίπη. Αντίθετα, στα ψημένα κάστανα, η πρωτεΐνη δείχνει να αυξάνεται, το ίδιο και οι αδιάλυτες και διαλυτές φυτικές ίνες, ενώ τα διαθέσιμα σάκχαρα μπορεί να αυξηθούν κατά 25%, με αποτέλεσμα και το ενεργειακό επίπεδο να αυξάνεται σημαντικά.