Η Ελιά είναι γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους, και πιθανότατα κατάγεται από το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Aποτελεί ιερό δέντρο από τα αρχαία χρόνια και βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς Αθηνάς. Όπως μας θυμίζει ο αρχαίος μύθος, στον αγώνα μεταξύ των θεών για την ανάδειξη του προστάτη των Αθηνών, που έγινε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, νικήτρια βγήκε η Αθηνά δωρίζοντας στους Αθηναίους την πρώτη ελιά του κόσμου, που φύτρωσε εκεί όπου χτύπησε το δόρυ της.
Το δέντρο αυτό ήταν χρήσιμο για τη διατροφή, το φωτισμό, τη θέρμανση, την υγεία και τον καλλωπισμό των Αθηναίων. Από τότε τα ελαιόδεντρα γύρω από την Αθήνα έγιναν ιερά. Αλίμονο σ’ όποιον τολμούσε να τις πειράξει, αφού η τιμωρία ήταν ο εξοστρακισμός ή θάνατος. Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός που καλλιέργησε την ελιά στον ευρωπαϊκό μεσογειακό χώρο.
Περιγραφή φυτού
Είναι δέντρο αειθαλές, έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή, δερματώδη, σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια και αργυρόχρωμα στην κάτω. Τα άνθη της είναι λευκού χρώματος, μονοπέταλα και πολύ μικρά, σχηματίζουν ταξιανθία βότρυος και εμφανίζονται προς το τέλος Μαΐου, ενώ ο καρπός ωριμάζει και συλλέγεται κατά τα τέλη του φθινοπώρου και αρχές του χειμώνα. Ο κορμός της ελιάς είναι οζώδης και καλύπτεται από τεφρόφαιο φλοιό.
Φροντίδα ελιάς
— Καλύτερη θέση ανάπτυξης είναι αυτές που δεν πλήττονται συχνά από ακραίες θερμοκρασίες, δηλαδή πολύ και παρατεταμένο κρύο το χειμώνα και υπερβολική ζέστη το καλοκαίρι. Μια μέση θερμοκρασία θα λέγαμε ότι είναι αυτή γύρω στους 18 οC. Μεγάλο πρόβλημα στην ελιά δημιουργούν οι ανοιξιάτικοι παγετοί που μπορεί να καταστρέψουν τους εκπτυσσόμενους οφθαλμούς. Αν θέλουμε να την τοποθετήσουμε σε εσωτερικό χώρο, θα πρέπει να της εξασφαλίσουμε φωτεινή θέση, με καλό αερισμό, μακριά από θερμαντικά σώματα, από ψυχρά και θερμά ρεύματα, καθώς και από τζάμια.
— Η ελιά δεν έχει καθόλου μεγάλες απαιτήσεις σε χώμα καθώς είναι εντυπωσιακά ανεκτικό φυτό. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ευδοκιμήσει σε βαθιά γόνιμα έως και σε αβαθή, άγονα, ξηρά εδάφη. Το ίδιο καλή συμπεριφορά παρουσιάζει σε ελαφρώς όξινα ή αλκαλικά εδάφη. Όμως έχει παρατηρηθεί πως σε διαρκώς υγρό χώμα και πολύ έντονα αλκαλικό, εμφανίζει αδύνατη ανάπτυξη. Συνεπώς το πλέον κατάλληλο εδαφικό περιβάλλον είναι αυτό που έχει καλή αποστράγγιση, δεν είναι πολύ αλκαλικό και περιέχει ικανοποιητική ποσότητα ασβεστίου και καλίου.
— Σχετικά με τη λίπανση της ελιάς, καλό είναι να γίνεται σε δύο στάδια. Κατά το φθινόπωρο και στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Δέντρα που βρίσκονται σε γλάστρες πιθανότατα να χρειάζονται πιο συχνές λιπάνσεις. Αυτό που πρέπει να φροντίζουμε είναι να τροφοδοτούμε τα φυτά μας με αρκετό άζωτο έτσι ώστε να διατηρούν το έντονο πράσινο χρώμα τα φύλλα τους, αλλά και ικανοποιητικές ποσότητες καλίου που ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού τους. Πολύ συχνά παρατηρείται η ελιά να παρουσιάζει έλλειψη στο στοιχείο βόριο οπότε και φροντίζουμε να εμπλουτίζουμε τη λίπανσή μας με το στοιχείο αυτό.
— Η συγκομιδή της γίνεται όταν ωριμάσει ο καρπός δηλαδή περίπου στα μέσα προς τέλη του φθινοπώρου. Η ελιά παραδοσιακά μαζεύεται με το χέρι, και το μάζεμα της ελιάς αποτελεί εδώ και αιώνες σημαντική αγροτική δραστηριότητα σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Στη σημερινή εποχή ευδοκιμεί ακόμη η παραδοσιακή μέθοδος συγκομιδής, με τη βοήθεια ίσως κάποιων νεότερων εργαλείων: τα κλαδιά περνιούνται με το “χτένι” για να αποσπαστεί ο καρπός με μεγαλύτερη ευκολία και ταχύτητα, ενώ το έδαφος κάτω από την ελιά στρώνεται με λιόπανα ή με ειδικό δίχτυ από συνθετικό υλικό. Σκάλες από ξύλο ή αλουμίνιο χρησιμοποιούνται για το μάζεμα των δυσπρόσιτων κλαδιών. Αφού πέσουν οι ελιές από το δέντρο, οι αγρότες τινάζουν τα άκρα των ελαιόπανων ώστε να δημιουργηθούν σωροί, οι οποίοι θα καθαριστούν με το χέρι ή με την κοσκοινίστρα από χοντρά κλαριά και τσαμπιά προκειμένου να τοποθετηθούν στη συνέχεια σε δοχεία μεταφοράς (κουβάδες, τενεκέδες κλπ.) και σακιά και να μεταφερθούν στον χώρο αποθήκευσης. Δεν είναι απαραίτητη η απομάκρυνση των φύλλων, αφού υπάρχει στο ελαιοτριβείο ειδικό μηχάνημα που τα απομακρύνει με αέρα.
Εναλλακτική τεχνική είναι το “τίναγμα” της ελιάς με ξύλινα ραβδιά, η τεχνική όμως αυτή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν έχει ωριμάσει πλήρως ο καρπός και είναι εύκολη η απόσπασή του από το δέντρο. Τέλος, είναι σύνηθες κατά τη συγκομιδή να κόβονται με πριόνι επιλεγμένα κλαδιά του δέντρου, τόσο για τη διευκόλυνση της συγκομιδής, όσο και για να βοηθηθεί η σωστή ανάπτυξη του δέντρου.
— Σε ότι αφορά το κλάδεμα, η ελιά ως καλλωπιστικό φυτό επιδέχεται ακόμα και πολύ αυστηρά κλαδέματα, προκειμένου να διατηρούμε το σχήμα της στη μορφή που εμείς επιθυμούμε. Η ικανότητά της να αναβλαστάνει γρήγορα και σε μεγάλες αναλογικά ποσότητες βλαστών μας επιτρέπει να τη διαμορφώνουμε σύμφωνα με τις ανάγκες του χώρου που πρόκειται να εγκατασταθεί. Καλή εποχή για τέτοιου είδους εργασίες είναι στα τέλη του χειμώνα αμέσως μετά τη πτώση των καρπών.
— Οι εχθροί που μπορεί να συναντήσει η ελιά στο κήπο μας τις περισσότερες φορές προκαλούν ζημιές περιορισμένης κλίμακας, ιδιαίτερα εάν αντιμετωπιστούν άμεσα. Εντομολογικής φύσεως προσβολές είναι κυρίως αυτές που προκαλούνται από το δάκο, τον πυρηνοτρήτη και την βαμβακάδα.
Προσβολή από δάκο
Στις μυκητολογικές ασθένειες συναντάμε πιο συχνά το κυκλοκόνιο, την καπνιά και τις αδρομυκώσεις, ενώ δε θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε και το βακτήριο, που προκαλεί την καρκίνωση (μεγάλοι ξυλώδεις όγκοι).
Ελιά στη διατροφή και την ιατρική
Ο καρπός της ελιάς είναι πολύ βασικός για τη Μεσογειακή διατροφή, τόσο ως εδώδιμος όσο και επειδή από αυτόν παράγεται το ελαιόλαδο. Ο καρπός της ελιάς είναι θαυμάσια πηγή μονοακόρεστων λιπαρών οξέων. Η ελιά παρέχει φυτικές ίνες και μέταλλα στον οργανισμό και είναι πηγή της βιταμίνης Ε, που είναι φυσικό αντιοξειδωτικό. Θεωρείται επίσης ότι η βιταμίνη Ε, επιβραδύνει τις αλλοιώσεις των κυτταρικών μεμβρανών και καταπολεμά την οστεοπόρωση.
Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, το περιγράφει σαν το τέλειο θεραπευτικό. Στις διασωθείσες εργασίες του αναφέρονται περισσότερες από 60 φαρμακευτικές και ιατρικές χρήσεις του ελαιολάδου. Αυτές περιλαμβάνουν δερματολογικές ασθένειες, μυϊκούς πόνους, θεραπεία του έλκους και της χολέρας, φλεγμονές των ούλων, αϋπνία, ναυτία, πυρετό και στομαχικούς πόνους.