Το μάνγκο είναι ο καρπός του αειθαλούς καρποφόρου δέντρου με την πυκνή κόμη του γένους Μανγκανία (Magnifera). Το μάνγκο προέρχεται από τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, από όπου έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο για να γίνει ένα από τα πιο καλλιεργούμενα φρούτα στους τροπικούς. Η υψηλότερη συγκέντρωση του γένους Μανγκοφόρος (Mangifera) βρίσκεται στην Ινδία. Είναι το εθνικό φρούτο της Ινδίας, του Πακιστάν και των Φιλιππίνων και το εθνικό δέντρο του Μπανγκλαντές. Σε αρκετές κουλτούρες, τα φρούτα και τα φύλλα του, χρησιμοποιούνται σε τελετουργικούς ανθοστολισμούς γάμων, σε δημόσιες γιορτές και σε θρησκευτικές τελετές.
Περιγραφή φυτού
Το μάνγκο είναι δένδρο αειθαλές, μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα είναι άφθονα, εναλλασσόμενα, δερματώδη, γυαλιστερά βαθυπράσινα, λογχοειδή, έως 30 εκ. (12 ίντσες), μυτερά στις άκρες τους και αρωματικά όταν τριφτούν. Όταν τα φύλλα είναι νέα, είναι πορτοκαλί-ροζ, ταχέως μεταβαλλόμενα σε ένα σκούρο, γυαλιστερό κόκκινο, στη συνέχεια και καθώς ωριμάζουν, σε σκούρο πράσινο.
Οι ταξιανθίες παράγουν χιλιάδες άνθη, μικρά, αρωματικά και κιτρινωπά από τα οποία τα περισσότερα είναι αρσενικά, αλλά μερικά είναι ερμαφρόδιτα. Ο καρπός είναι δρύπη και ποικίλλει σε μέγεθος, βάρους από 85 gr έως και 2,5 kg και εξαρτάται από την ποικιλία. Οι καρποί κάποιων ποικιλιών έχουν σάρκα ινώδη και κατά συνέπεια είναι δυσκολοφάγωτοι. Για να ωριμάσει ο καρπός, χρειάζεται τρεις έως έξι μήνες. Εάν ο καρπός κοπεί ανώριμος, τότε δεν θα αναπτυχθεί η καλύτερή του γεύση, η ωρίμανσή του όμως, θα συνεχιστεί και μετά τη συγκομιδή. Το κάθε δέντρο δύναται να παραγάγει ανά σοδειά έως και 1000 καρπούς μάνγκο.
Συνθήκες ανάπτυξης
Τα μάνγκο Mangifera indica ορισμένες φορές, φυτρώνουν με επιτυχία και στις εύκρατες περιοχές, όμως ένα ηλιόλουστο, προφυλαγμένο περιβάλλον είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να προστατεύονται από τους ψυχρούς ανέμους και μπορούν να ανεχθούν τους παγετούς από τη στιγμή που έχουν ριζώσει καλά. Παρά το γεγονός ότι το ίδιο το δέντρο μπορεί να αναπτυχθεί σε κάτω από λιγότερο από άριστες κλιματολογικές συνθήκες, οι απαιτήσεις του για την παραγωγή καρπών είναι πιο απαιτητικές. Για την καλή παραγωγή των φρούτων, είναι απαραίτητα τουλάχιστον 600 χιλιοστά βροχής ανά έτος, αλλά είναι σημαντικό να έχουν ξηρές καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του καρπού. Γι’αυτό το λόγο, όταν αναπτύσσονται μάνγκο σε πιο ψυχρές περιοχές, οι καλές σοδειές συχνά περιορίζονται από τις υπερβολικές βροχοπτώσεις της άνοιξης.
Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών, από αλκαλικά, ασβεστώδη εδάφη έως αργιλώδη. Υπερβολικά φτωχά εδάφη θα πρέπει να αποφεύγονται όπως και υπερβολικά γόνιμα εδάφη, αφού σε τέτοια πλούσια εδάφη προωθείται η υπερβολική βλάστηση του δέντρου σε βάρος της ανάπτυξης των ανθέων και καρπών. Καλύτερη παραγωγή δίδεται σε καλά στραγγιζόμενα αμμώδη ή ακόμα και πετρώδη εδάφη που στραγγίζουν γρήγορα μετά την υγρή περίοδο, αναγκάζοντας τα δέντρα σε μια λανθάνουσα περίοδο, απαραίτητη για μια καλή επερχόμενη ανθοφορία. Για την καλλιέργεια του μάνγκο είναι απαραίτητη η εφαρμογή αζωτούχων λιπάνσεων, προκειμένου να αναπτυχθεί και να αποδώσει ικανοποιητικά. Κατά τα 3 πρώτα χρόνια μετά τη φύτευση, θα πρέπει να χορηγείται αρκετό άζωτο, ώστε να παρεμποδιστεί η άνθηση και να προωθηθεί η βλάστηση. Ο χρόνος εφαρμογής των μακροστοιχείων φωσφόρου και καλίου δεν είναι τόσο κρίσιμος όσο είναι ο χρόνος εφαρμογής του αζώτου.
Ο καρπός μάνγκο
Τα μάνγκο είναι γενικά γλυκά, αν και η γεύση και η υφή της σάρκας διαφέρει μεταξύ των ποικιλιών, μερικά έχουν μαλακή, πλαδαρή υφή παρόμοια με το υπερώριμο δαμάσκηνο, ενώ άλλα είναι πιο σφριγηλά, όπως το πεπόνι ή το αβοκάντο και μερικά μπορούν να έχουν ινώδη υφή. Το δέρμα των άγουρων μάνγκο, ως τουρσί ή ως μαγειρεμένων μάνγκο μπορεί να καταναλωθεί, αλλά έχει τη δυνατότητα, σε ευαίσθητα άτομα, να προκαλέσει δερματίτιδα όταν έρθουν σε επαφή με τα χείλη, τα ούλα ή τη γλώσσα.
Η ενεργειακή αξία ανά μερίδα των 100 g του κοινού μάνγκο είναι 250 kJ (60 kcal) και αυτή του μάνγκο μήλου είναι ελαφρώς υψηλότερη (79 kcal ανά 100 g). Το νωπό μάνγκο περιέχει μια ποικιλία θρεπτικών συστατικών, αλλά μόνο η βιταμίνη C και το φυλλικό οξύ είναι σε σημαντικές ποσότητες.